ποσσίν

ποσσίν
πούς
foot
masc dat pl (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • PEDES Navium — remisunt, Nonio Marcello. Vide quoque Artemidorum l. 1. c. 50. Unde Remipedem navem dixit Ausonius, Ep. 5. v. 32. et Paridis navem a fabricatore, Φερεκλέιους πόδας Lycophron. Callimachus quoque Epigramm. 6. ἐρέσσων ποσσίν, et Lucilius Sat. 8… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PES — nc in limine offendat, cavere iussit Veterum superstitio. Mali enim ominis id habebatur, Si exituro limen insonuisset, Pes haesisset, Plin. l. 2. c. 7. Vide Plut. in Demetrio et in Gracchis, Val. Max. l. 1. c. 4. de eod. Graccho etc. Sueton. in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επαραρίσκω — ἐπαραρίσκω (AM) 1. αρμόζω, προσαρμόζω καλά πάνω σε κάτι 2. παρασκευάζω, κατασκευάζω αρχ. 1. στηρίζω κάτι κάπου, προσαρμόζω κάπου («πυκινὰς δὲ θύρας σταθμοῑσιν ἐπῆρσεν», Ομ. Ιλ.) 2. (μτχ. παρακμ.) ἐπαρηρώς, υīa, ός καλά στηριγμένος, προσαρμοσμένος …   Dictionary of Greek

  • ορέγομαι — (ΑΜ ὀρέγω, ὀρέγομαι) επιθυμώ πολύ, ποθώ, λαχταρώ (α. «κι όσοι ορεγόνταν γράμματα και μάθηση και γνώση», Ζέρβ. β. «εἰς τόπον ὅπου ὀρέγεσαι νὰ ἐσμίξετε οἱ δύο», Χρον. Μορ. γ. «καὶ ὀρέγηται τοιοῡτος γενέσθαι», Πλάτ.) αρχ. 1. ενεργ. ὀρέγω α) εκτείνω …   Dictionary of Greek

  • πηδώ — πηδῶ, άω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παδώ Α 1. τινάζομαι ψηλά, μετακινούμαι με άλμα από ένα σημείο σε άλλο (α. «πηδάνε, παίζουν και γλεντάν», δημ. τραγούδι β. «υψόσε ποσσὶν ἐπήδα», Ομ. Ιλ.) 2. περνώ με άλμα πάνω από κάτι (α. «πήδησα το χαντάκι» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”